Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Τρεις υπέροχοι άνθρωποι

Καλημέρα! Ήθελα να μοιραστώ μαζί σου δύο όμορφα κείμενα, από και για τρεις υπέροχους ανθρώπους, που με συγκίνησαν αυτές τις μέρες.

Το ένα προέρχεται από έναν υπέροχο άνθρωπο. Ένα mail, απ' τα πολλά που παίρνουμε όλοι αυτές τις μέρες στη δουλειά, που νομίζω ότι ήταν πραγματικά ξεχωριστό.

"Christmas, Hanukkah, Ramadan and Kwanzaa are not a time nor a season, but a state of mind.  It is a time to cherish peace and offer goodwill.  It is the time to be plenteous in mercy, righteousness and love.  This is to fully experience humanness.

You are all in my thoughts, as I take this opportunity to wish you and your families a Joyous Holiday Season and a New Year filled with life-giving moments and adventures."



Το άλλο γράφτηκε για δυο υπέροχους ανθρώπους, μια δασκάλα και το μαθητή της. Δημοσιεύτηκε σε ένα από τα editorials της Νίκης Κάρτσωνα στο Queen.gr αυτές τις μέρες. Δεν ξέρω αν διαβάσατε αυτή την όμορφη ιστορία, πάντως εμένα με συγκίνησε πάρα πολύ. Ακόμα και τώρα που το ξαναδιαβάζω μου έρχεται να κλάψω. (Πολύ ευσυγκίνητη έχω γίνει τελευταία :) ).


Η κυρία Τζοβάννα και ο Μάνος
( Μία εμπνευσμένη ιστορία - πως μια δασκάλα έμαθε να διδάσκει σωστά στους μαθητές της. Η διδασκαλία, περιλαμβάνει πιο πολλά από το να διδάσκεις μόνο ανάγνωση, γραφή και αριθμητική.)

« Καθώς ο Μάνος στεκόταν στην τάξη της Ε' δημοτικού την πρώτη μέρα του σχολείου της, η κυρία Τζοβάννα, είπε στα παιδιά ένα ψέμα. Κοίταξε τους μαθητές της και είπε πως τους αγαπούσε όλους το ίδιο. Αλλά αυτό ήταν αδύνατον.
Εκεί, στην μπροστινή σειρά, βυθισμένο στο κάθισμα του, ήταν ένα μικρό αγόρι, ο Μάνος Μανούσας. Η κυρία Τζοβάννα, είχε παρακολουθήσει τον Μάνο την προηγούμενη χρονιά και είχε προσέξει πως, ο Μάνος δεν έπαιζε καλά με τα άλλα παιδιά.
Τα ρούχα του, ήταν τσαλακωμένα. Πάντα  φαινόταν, ότι χρειαζόταν μπάνιο και ο Μάνος μπορούσε να είναι πολύ δυσάρεστος.
Στο σχολείο που δούλευε η κυρία Τζοβάννα, έπρεπε να επιθεωρήσει το ιστορικό του κάθε μαθητή. Άφησε του Μάνου τελευταίο. Όταν όμως το διάβασε, έμεινε έκπληκτη από τα όσα έγγραφαν οι προηγούμενες δασκάλες.
Η δασκάλα της Α΄ δημοτικού, έγγραφε: «Ο Μάνος είναι ένα φωτεινό παιδί, με έτοιμο πάντα το χαμόγελο. Κάνει τις εργασίες του σωστά και προσεγμένα και έχει καλούς τρόπους. Είναι χαρά να τον έχουμε κοντά μας».
Η δασκάλα της Β' δημοτικού, έγγραφε: «Ο Μάνος είναι άριστος μαθητής. Αγαπητός από τους συμμαθητές του, αλλά φαίνεται προβληματισμένος εξαιτίας της μητέρας του που έχει μία ανίατη ασθένεια. Η ζωή στο σπίτι, θα είναι δύσκολη».
Η δασκάλα της Γ' δημοτικού, έγγραφε: «Ο θάνατος της μητέρας του, ήταν πολύ σκληρός και οδυνηρός για αυτόν. Προσπαθεί να κάνει καλά τις εργασίες του, αλλά ο πατέρας του δεν δείχνει πολύ ενδιαφέρον. Η ζωή του σπιτιού, σύντομα θα τον επηρεάσει αν δεν παρθούν ορισμένα μέτρα».
Η δασκάλα της Δ' δημοτικού, έγγραφε: «Ο Μάνος, έχει αποσυρθεί και δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για το σχολείο. Δεν έχει πολλούς φίλους και πολλές φορές, κοιμάται στην τάξη. »
Διαβάζοντας όλα αυτά η κυρία Τζοβάννα κατάλαβε το πρόβλημα και ντράπηκε πολύ για τον εαυτό της. Αισθάνθηκε ακόμα χειρότερα, όταν οι μαθητές, της έφεραν χριστουγεννιάτικα δώρα. Όλα ήταν διπλωμένα σε πολύχρωμα χαρτιά με ωραίους φιόγκους, εκτός από του Μάνου. Το δώρο του, ήταν άγαρμπα διπλωμένο σε μία καφετιά χοντρή σακούλα του μανάβη.
Η κυρία Τζοβάννα, δυσκολεύτηκε να το ανοίξει εν μέσω των άλλων δώρων. Μερικά παιδιά, άρχισαν να γελάνε όταν έβγαλε από τη σακούλα ένα βραχιόλι που λείπανε μερικές από τις ψεύτικες αδαμάντινες χάντρες και ένα μπουκάλι, 1/4 γεμάτο άρωμα. Έπνιξε τα γέλια των μαθητών, καθώς είπε θαυμαστικά πόσο όμορφο ήταν το βραχιόλι φορώντας το στο χέρι της και βάζοντας μερικές σταγόνες στον καρπό του χεριού της.
Ο Μάνος, έμεινε λίγο παραπάνω στο σχολείο μετά το σχόλασμα για να πει: «Kυρία Τζοβάννα, σήμερα μυρίζατε όπως ακριβώς μύριζε η μαμά μου».
Όταν έφυγαν τα παιδιά, έκλαιγε γαι περίπου μισή ώρα. Από εκείνη την ημέρα η κυρία, σταμάτησε να διδάσκει ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Έδειχνε ιδιαίτερη προσοχή στο Μάνο. Καθώς δούλευε μαζί του, το μυαλό, ζωντάνευε. όσο πιο πολύ τον ενθάρρυνε, τόσο πιο γρήγορα ανταποκρινόταν.
Ως το τέλος του χρόνου, ο Μάνος, είχε γίνει ένα από τα πιο έξυπνα παιδιά της τάξης του και παρόλο το ψέμα ότι θα αγαπούσε όλα τα παιδιά το ίδιο, η κυρία Τζοβάννα ευνοούσε ιδιαίτερα τον Μάνο. 
Μετά από 1 χρόνο, βρήκε ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα. Ήταν από τον Μάνο. Της έλεγε ακόμη ότι ήταν η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.
Πέρασαν 6 χρόνια πριν πάρει άλλο σημείωμα από τον Μάνο. Της έγραφε ότι τελείωσε το λύκειο, ότι ήταν 3ος στην τάξη του και ότι ακόμα ήταν η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.
Μετά από 4 χρόνια, πήρε άλλο ένα σημείωμα που της έλεγε ότι παρόλο που τα πράγματα ήταν αρκετά δύσκολα, κατάφερε να επιμείνει και να συνεχίσει τις σπουδές του και ότι σύντομα θα αποφοιτούσε από το πανεπιστήμιο με τις μεγαλύτερες διακρίσεις. Την διαβεβαίωνε ότι αυτή ήταν η πιο αγαπητή δασκάλα που είχε σε όλη του τη ζωή.
Πέρασαν ακόμα 4 χρόνια και έφτασε άλλο ένα γράμμα. Αυτή τη φορά, εξηγούσε ότι αφού πήρε το δίπλωμα του, αποφάσισε να προχωρήσει πιο πολύ και να κάνει διδακτορικό. Στο γράμμα, εξηγούσε ότι αυτή παρέμενε η πιο καλή και αγαπητή δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του. Μα τώρα το όνομά του ήταν πιο μακρύ: Dr. Εμμαουήλ Μανούσος.
Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Υπήρξε ακόμα ένα γράμμα εκείνη την άνοιξη. Ο Μάνος της ανακοίνωνε ότι είχε γνωρίσει μια υπέροχη κοπέλα την οποία θα παντρευόταν. Της εξηγούσε ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει πριν μερικά χρόνια και αναρωτιόταν αν θα συμφωνούσε να παρεβρεθεί στο γάμο και να καθόταν στη θέση της μητέρας του γαμπρού.
Βεβαίως η κυρία Τζοβάννα δέχτηκε.
Μαντέψτε! Στο γάμο, φορούσε εκείνο το βραχιόλι που της είχε δωρίσει κάποια Χριστούγεννα - χρόνια πίσω.
Ναι, εκείνο το βραχιόλι που έλειπαν αδαμάντινες πέτρες. Και βεβαιώθηκε ότι φορούσε το ίδιο άρωμα που θυμόταν ότι φορούσε η μητέρα του Μάνου στα τελευταία Χριστούγεννα που ήταν μαζί.
Όταν συναντήθηκαν, αγκαλιάστηκαν με στοργή. Ο κύριος Μανούσος, ψιθύρισε στο αυτί της κυρίας Τζοβάννας: «Σας ευχαριστώ κυρία Τζοβάννα που πιστέψατε σε εμένα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που με κάνατε να νιώθω σπουδαίος και μου δείξατε πως εγώ μπορούσα να διαφέρω».
Η κυρία Τζοβάνναμε με δακρυσμένα μάτια 
ψιθύρισε:  «Μάνο μου, λάθος κατάλαβες. Εσύ ήσουν που δίδαξες σε εμένα πως να διαφέρω. Δεν ήξερα πως να διδάσκω μέχρι που σε γνώρισα».

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Να πιστεύεις, να ελπίζεις, να ονειρεύεσαι.



Μου αρέσει να γνωρίζω ανθρώπους ενδιαφέροντες, δημιουργικούς, που δεν τους τρώει η μιζέρια και η μελαγχολία. Που ακόμη και στα πιο μικρά και καθημερινά θα βρουν κάτι να δημιουργήσουν, θα βρουν ένα τρόπο να χαμογελάσουν.

Δεν είναι πάντα εύκολο. Όλοι έχουμε μέρες που μας τρώει η μελαγχολία, που χάνουμε το θάρρος μας, που όλα μας φαίνονται βουνό. Υπάρχουν όμως κάποιοι άνθρωποι που βρήκαν μέσα τους την ελπίδα. Ή αρνήθηκαν να την χάσουν.

Πάντα έλεγα – και λέω ακόμα – ότι άμα ψάχνεις συνέχεια, κάτι θα βρεις. Συνέχεια όμως. Χωρίς να απογοητεύεσαι και να το βάζεις κάτω. Θέλει μεγάλη ψυχική δύναμη.

Για να ανεβείς ένα βουνό, πρέπει από κάπου να ξεκινήσεις. Για να περάσεις το τούνελ, πρέπει να μπεις στα σκοτεινά. Ακόμη κι αν στο σημείο που είσαι δε μπορείς να δεις την κορυφή. Ή το φως στην άκρη της σήραγγας.

Να πιστεύεις, να ελπίζεις, να ονειρεύεσαι.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Ώρα Μηδέν

Μεγάλο κόλλημα σου λέω με αυτό το τραγούδι. Απλά το λατρεύω. Μα τι γράφουν οι άνθρωποι!!! Και ο Σαμπάνης και η Βραχάλη στους στίχους... Τέλειο. Απόλαυσε το :)