Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008
Η κηδεία
Είχα κηδεία χτες.
Είναι ήρεμοι χώροι τα νεκροταφεία. Τίποτα δε σπάζει τη σιωπή, εκτός απ' τα κλάματα των συγγενών σε καμιά κηδεία. Μετά οι συγγενείς πάνε σπίτι τους και οι νεκροί συνεχίζουν ήρεμα τον ύπνο τους.
Ήταν θεία της μαμάς μου και πήγαμε στο χωριό για να τη θάψουμε. Ο ιερέας της εκκλησίας, (πολύ γοητευτικός άντρας για τα χρόνια του), έψαλε τη νεκρώσιμη ακολουθία τυπικά και γρήγορα. Με την απάθεια ενός ανθρώπου που έχει θάψει πολύ κόσμο.
Η νεκρή, πρωταγωνίστρια στην παράσταση σήμερα, (μετά από πολλά χρόνια που είχε να "πρωταγωνιστήσει" στη δική της ζωή), στη μέση της εκκλησίας, σ' ένα απλό ξύλινο φέρετρο, στολισμένο με λουλούδια. Με τη νεκρική χλωμάδα στο πρόσωπο της, αλλά -παράξενο- με μια διάχυτη ηρεμία. Ίσως εκεί που πήγε να ξεκουράστηκε τελικά.
Τη λέγανε Πηνελόπη, μα όπως όλες τις γυναίκες στο χωριό μου που τους φτιάχνανε ονόματα που τελείωναν σε -ού, έτσι κι αυτή πήρε το δικό της: Πηλού. Εμένα πάντα μου θύμιζε πηλό αυτό το όνομα, και με την παιδική μου φαντασία την έφτιαχνα έτσι από χώμα και νερό, όπως ο Θεός έφτιαξε τον Αδάμ και από την πλευρά του την Εύα.
Τον άντρα της τον έλεγαν Κώστα. Αγαπήθηκαν πολύ, μα δε μπόρεσαν ν' αποκτήσουν παιδιά. Δε ρώτησα να μάθω αν προσπάθησαν να υιοθετήσουν - προτιμώ, σε τέτοιες περιπτώσεις, να μένω με την απορία παρά να ξύνω πληγές. Είχε όμως όλους εμάς, τα παιδιά και τα εγγόνια του αδερφού της (του παππού μου) σαν παιδιά κι εγγόνια δικά της. Τη θεωρούσα σαν δεύτερη γιαγιά, εκείνη και την άλλη αδερφή, τη Χρυσταλλού.
Θυμάμαι κάτι Κυριακές μετά την εκκλησία που μαζευόμασταν όλοι σπίτι τους για πρόγευμα. Ένα υπέροχο παραδοσιακό σπίτι. Με ανώι και κατώι, με τις στενές σκάλες που οδηγούσαν πάνω. Γεμάτη η αυλή από δέντρα και λουλούδια, που ήθελες ώρες να τα ποτίσεις όλα. Νομίζω από τότε μου έχει μείνει η λατρεία για τη φύση και το πράσινο. Εκεί παίζαμε κρυφτό ή κυνηγούσαμε τις γάτες, ή ακούγαμε τους "μεγάλους" να μας λένε ιστορίες. Η γιαγιά η Πηλού ήταν πάντα με τις καραμέλες στο χέρι, τρέχοντας να μας ετοιμάσει φαγητό, να μας δείξει τα λουλούδια της, να απαντήσει στις απορίες μας τι είν' αυτό και τι είν' το άλλο.
Τα καλοκαίρια στο χωριό ανέβαινε πάντα και η οικογένεια του θείου μου. Με τα ξαδέρφια μου παίζαμε όλη μέρα. Πότε στο σπίτι της γιαγιάς της Πηλούς, πότε στη γιαγιά τη Στασού (Αναστασία, η "κανονική" μου γιαγιά, μητέρα της μητέρας μου), πότε στη γιαγιά τη Χρυσταλλού, πότε σπίτι τους, πότε σπίτι μας - κατεβαίναμε στο χωράφι και παίζαμε στο "βασίλειο της καρυδιάς" ή κάναμε πως ψήναμε ψωμιά στο χωριάτικο φούρνο. Όταν ήταν εποχή να μαζέψουμε τα σταφύλια ή τα τεράτσια ή τις ελιές, πηγαίναμε κι εμείς μαζί και βοηθούσαμε. Όταν οι γιαγιάδες έφτιαχναν σουτζιούκκο ή ππαλουζέ, τσακωνόμασταν ποιος θα βοηθήσει. Όταν δεν παίζαμε, πηγαίναμε βόλτες στο χωριό - χαζεύαμε τους γέρους στον καφενέ, ανάβαμε το κεράκι μας στην εκκλησία, πηγαίναμε για σουβλάκια στο κέντρο στον πλάτανο. Απίστευτα χρόνια, απίστευτες εικόνες. Μόνο μετά από τόσα χρόνια καταλαβαίνω πόσο τυχερή ήμουν που είχα την ευκαιρία να τα ζήσω όλ' αυτά. Ο χρόνος όμως περνά και σαρώνει τα πάντα. Πέθανε ο παππούς, μετά από κάποια χρόνια η οικογένεια του θείου μου σταμάτησε να 'ρχεται για κάποιους σοβαρούς λόγους και χάσαμε την παρέα μας στα παιχνίδια, και μετά από ακόμη λίγα χρόνια ο παππούς Κώστας αρρώστησε, ήρθαν στην πόλη και μπήκαν σε ίδρυμα. Ήταν τέλος εποχής. Πριν τέσσερα χρόνια ο παππούς Κώστας έφυγε για το αιώνιο ταξίδι. Η Πηλού ποτέ δεν έβγαλε τα μαύρα από τότε που πέθανε ο άντρας της - κράτησε πιστά τα έθιμα όπως τα 'μαθε απ' τη μάνα της, κι από τη μάνα της μάνας της. Στα μάτια της πάντα μια θλίψη, και όμως πάντα μου 'λεγε "εννά περάσουμεν μάνα μου". Κι ας ένιωθε τόση μοναξιά από τότε που έφυγε ο άντρας της. Δυναμικός χαρακτήρας εκείνος, πιο αδύναμη η Πηλού, γαντζωμένη πάνω του. Από τότε που πέθανε, έμοιαζε σαν έναν ίσκιο που έμεινε χωρίς το σώμα του. Είχα συνεχώς την αίσθηση πως ήθελε να φύγει και να πάει κοντά του. Κοντά στον άντρα της ζωής της. Ίσως και να άργησε! Τέσσερα χρόνια είναι πολλά, όταν νιώθεις τόσο μόνος. Το φέρετρο κατεβαίνει στο χώμα. Η τελευταία φορά που ήταν ανάμεσά μας. "Χούς ει και εις χουν απελεύση" (=είσαι χώμα και θα πας στο χώμα). Υπάρχει πιο συγκλονιστική φράση απ' αυτή; Ο χωμάτινος άνθρωπος πάει στο χώμα. Και μετά; Και μετά; Τι θα γίνει μετά; Τι υπάρχει μετά; Γιαυτό κλαίω σήμερα. Γιαυτό η ψυχή μου πονά. Όχι μόνο γιατί έφυγε - γιατί το ένιωθα από καιρό πως η ψυχούλα της ήθελε να κάνει το ταξίδι. Μόνη, χωρίς τον άντρα της, ταλαιπωρημένη από προβλήματα υγείας, πιο πικραμένη από ποτέ στα γεράματα από το ότι δεν είχε παιδιά. Αλλά και γιατί όταν τη βάζαμε στην τελευταία της κατοικία, και ρίξαμε όλοι οι συγγενείς λίγο χώμα - "καλό ταξίδι, αγαπημένη" μ' έπιασε το παράπονο ξανά. Γιατί νιώθω ότι σιγά σιγά φεύγουν οι πρωταγωνιστές των παιδικών μου χρόνων. Μια φοβερή νοσταλγία. Για τότε! Που δεν ήξερα τι θα πει πόνος, τι θα πει αρρώστια - που έχει χτυπήσει φοβερά σε κάποιες περιπτώσεις την οικογένεια μου. Τότε που δεν ήξερα τι θα πει ενδοοικογενειακές διαφορές, μα τώρα ξέρω τι θα πει να μην είσαι καλά με κάποιους συγγενείς σου. Τότε που οι μεγαλύτερες μας έγνοιες ήταν το παιχνίδι και οι βόλτες στο χωριό. Αντίο, γιαγιά Πηλού. Πήγαινε στο χώμα να ξεκουραστείς γιατί κουράστηκες πολύ, το ξέρω.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
με το κείμενο σου, έγινα παρατηρητής της εικόνας του 'αποχαιρετισμού' της γιαγιάς Πηλούς...και κάθε γιαγιάς Πηλούς του καθενός μας...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε κάποιες στιγμές με έπιασα να πηγαίνω πίσω, σε κάτι αντίστοιχα συναισθηματικά, δοκίμια των μαθητικών μας χρόνων...
Μακάρι να είχαν κι άλλοι την τιμή να τους αποχαιρετούν όπως εσύ σήμερα την γιαγιά σου. Θα χαρεί πολύ, να το ξέρεις...
πάρα πολύ όμορφο και προσιτό στην ψυχή του καθενός...
πάρα πολύ όμορφο και γλυκό.
Ευχαριστώ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγω δε ξέρω τι να σχολιάσω
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν ειναι κείμενο, με τη κλασσική έννοια
είμαι εδώ απλά παρατηρητής
Να μου προσέχεις
Δεν είναι ανάγκη να σχολιάσεις κάτι φλεγόμενε μου. Το ξέρω πως δεν είναι και τόσο λογοτεχνικό κείμενο, πιο πολύ είναι περιγραφή αναμνήσεων...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγω ξέρω ποσο ζει ένας άνθρωπος
ΑπάντησηΔιαγραφήΛίγο
Το θέμα είναι αν θα ζήσεις λίγο ή πολύ; Έχει αξία το πολύ μας άμα είναι άδειο;
ΑπάντησηΔιαγραφή