Και για πες μου τι κάνεις, όταν σε χτυπά αλύπητα η μοναξιά, όταν θέλεις μια αγκαλιά να σε κρατά σφιχτά αλλά δεν την έχεις, και το βουητό της πόλης γίνεται πιο φριχτό από ποτέ;
Αφήνεις την κάθε μέρα να περνά, έτσι αδιάφορα, κι ούτε σε νοιάζει γιατί και πώς, σου είναι αρκετό που ξημερώνει και βραδιάζει, που περνάνε οι μέρες, κι όλο κάτι περιμένεις, και δεν έρχεται, και το περιμένεις κι άλλο, και πάλι δεν έρχεται, και μια μέρα ξυπνάς κι ανακαλύπτεις ότι ξόδεψες τόση ζωή μάταια!
Χτες περπατούσα δίπλα στη θάλασσα και τα ίχνη από τα βήματά μου τα έσβηνε το κύμα. Τη ζωή δεν τη νοιάζει αν έζησες ή όχι- σε όλους σβήνει τα χνάρια, και πολύ λίγοι κατάφεραν ν' αφήσουν ένα σημαδάκι. Ένα πετραδάκι αμετακίνητο για να τους θυμούνται οι επόμενες γενιές. Πέρασες κι εσύ, μα τη ζωή τί τη νοιάζει; Σβήνει τα βήματα σου πανεύκολα. Τουλάχιστον το ευχαριστήθηκες;
Προσπάθησα, ζωή, μα πάντα κοίταγα το ακροατήριο. Προσπάθησα να παίξω το ρόλο μου όσο πιο καλά μπορούσα. Ακόμα κι αν δε συμφωνούσα στη διανομή. Ήθελα να ευχαριστήσω το κοινό. Μα τέλειωσε η παράσταση και χειροκρότημα δεν πήρα.
Άξιζε τον κόπο;.....
Όσο κι αν κανείς προσέχει, όσο κι αν το τυρρανά, πάντα πάντα θα είναι αργά, δεύτερη ζωή δεν έχει...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑιώνοιο το ερώτημα.
Υπάρχει πάντα ο φόβος, να παίζεις ωραία στη σκηνή, και να μην έχεις ακροατήριο.
Παίζουμε με την πιθανότητα πολλές φορές του χειροκροήματος.
Ας ευχαριστηθούμε λοιπόν κρυφά την ζωή, σαν θυσαυρός στα χέρια ενός παιδιού.
Ένα βότσαλο στα παιδιά ενός παιδιού που το πήραν εκδρομή
Με αγάπη
γιώργο μου τέλειο το κειμενάκι σου!
ΑπάντησηΔιαγραφήειδικά το ''ας ευχαριστηθούμε κρυφά τη ζωή''......
ας σκηνοθετήσουμε κι ας παίξουμε για μας τους ίδιους!
Όσο μπορούμε και αντέχουμε
ΑπάντησηΔιαγραφή